Πολιτική συμφωνία μεταξύ Ευρωκοινοβουλίου και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις μεταφορές αποβλήτων σε τρίτες χώρες: Επιχειρηματικές ευκαιρίες και κίνδυνοι.
Στις 17 Νοεμβρίου 2023 επιτεύχθηκε η πολιτική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις εξαγωγές αποβλήτων, η οποία θα διασφαλίσει ότι η ΕΕ αναλαμβάνει μεγαλύτερη ευθύνη για τα απόβλητά της και δεν εξάγει τις περιβαλλοντικές προκλήσεις σε τρίτες χώρες, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην επίτευξη του στόχου της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για τη μείωση της ρύπανσης και την προώθηση της κυκλικής οικονομίας.
Ένας πρόσθετος λόγος της αναθεώρησης του κανονισμού για τη μεταφορά αποβλήτων είναι ότι οι ανεξέλεγκτες μεταφορές αποβλήτων προκαλούν ζημιά στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Μέσω μιας στενότερης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ θα επιβάλλονται περισσότερες αποτρεπτικές κυρώσεις για τον έλεγχο του φαινομένου του παράνομου εμπορίου αποβλήτων.
Η εξαγωγή πλαστικών αποβλήτων από την ΕΕ σε χώρες που δεν είναι μέλη του ΟΟΣΑ, πλέον, θα απαγορεύεται. Μόνον εφόσον πληρούνται αυστηροί περιβαλλοντικοί όροι, οι επιμέρους χώρες μπορούν να παραλαμβάνουν τα απόβλητα αυτά πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος των νέων κανόνων. Άλλα ωστόσο απόβλητα, κατάλληλα για ανακύκλωση, θα επιτρέπεται να εξάγονται από την ΕΕ σε χώρες που δεν είναι μέλη του ΟΟΣΑ, μόνον όταν αυτές διασφαλίζουν ότι μπορούν να τα διαχειριστούν με βιώσιμο τρόπο.
Η Συμφωνία αυτή, καθώς και η γενικότερη ευρωπαϊκή θεώρηση των αποβλήτων ως εν δυνάμει υλικών υψηλής αξίας, δημιουργούν ένα σημαντικό δυναμικό αποβλήτων προς αξιοποίηση εντός της ευρωπαϊκής οικονομίας και κατά συνέπεια σημαντικά οφέλη για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αγοράς δευτερογενών προϊόντων.
Σύμφωνα με μελέτη και ποσοτική ανάλυση των δυνητικών επιδράσεων της μετάβασης στην κυκλική οικονομία από τη Διανέοσις, είναι φανερό ότι η υιοθέτηση πρακτικών κυκλικής οικονομίας σε ευρεία κλίμακα στον παραγωγικό ιστό της χώρας αποτελεί αναπτυξιακή ευκαιρία, στον βαθμό που η κυκλικότητα επιτυγχάνεται με την ενίσχυση των εγχώριων δραστηριοτήτων αξιοποίησης χρησιμοποιημένων πόρων. Τα μελλοντικά οφέλη από τη στροφή προς την κυκλική οικονομία σε ορίζοντα οκταετίας εφόσον υλοποιηθούν επενδύσεις ύψους €2,4 δισ. για την κατασκευή νέων μονάδων ανακύκλωσης και επεξεργασίας υλικών στη χώρα, όπως περιγράφονται στον Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης Αποβλήτων θα είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Αναλυτικότερα:
- η επίδραση στο ΑΕΠ θα φτάνει €1,1 δισ.
- περίπου 46.000 θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν ανά έτος,
- τα επιπλέον έσοδα του Δημοσίου από φόρους και εισφορές θα φτάνουν τα €390 εκατ. ανά έτος.
Αν όμως η ενίσχυση της κυκλικότητας στις παραγωγικές διαδικασίες της ελληνικής οικονομίας βασιστεί απλώς σε χρήση εισαγόμενων επαναχρησιμοποιημένων πόρων και υπηρεσιών αξιοποίησης/ επισκευής, χωρίς να συνοδεύεται από σημαντικές αλλαγές στο σύστημα διαχείρισης στερεών αποβλήτων, η ελληνική οικονομία θα υποστεί απώλειες στη βάση της επιβράδυνσης της δραστηριότητας καθώς οι ανάγκες σε υλικά και υπηρεσίες θα καλύπτονται από εισαγωγές.
Ανησυχία επί της αναθεώρησης εξέφρασαν οι Ευρωπαίοι ανακυκλωτές (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Βιομηχανιών Ανακύκλωσης - EuRIC) εκτιμώντας τον χαρακτήρα της Συμφωνίας ως μονοσήμαντο και μη κατάλληλο για τα ποικίλα ρεύματα αποβλήτων που καλύπτει, ενώ παράλληλα θεωρούν ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη επιχειρηματική ευκαιρία μετά την αναθεώρηση του κανονισμού αλλά ενδεχόμενος επιχειρηματικός κίνδυνος καθώς:
- καθίσταται εξαιρετικά περίπλοκη η εξαγωγή για όλα τα ρεύματα αποβλήτων,
- με τη μη δυνατότητα εξαγωγής ανακυκλωμένων αποβλήτων σε παγκόσμιο επίπεδο, η ευρωπαϊκή αγορά είτε θα καταρρεύσει είτε θα μειωθεί πολύ δραστικά,
- οι περιορισμοί στις εξαγωγές, καταλήγουν σε μια δέσμια αγορά, με τεχνητά συμπιεσμένες τιμές που θα πλήξουν την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας ανακύκλωσης της ΕΕ και την ικανότητα επίτευξης των στόχων που θέτει η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, η μετάβαση στην κυκλική οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της κυκλικής βιοοικονομίας, αποτελεί μία σημαντική ευκαιρία για τη χώρα να αναπτύξει εκείνους τους κλάδους και τις δραστηριότητες που θα παίξουν κομβικό ρόλο στις επόμενες δεκαετίες και να δημιουργήσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε βιώσιμη βάση. Η χάραξη πολιτικής ωστόσο θα πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση της άρσης των εμποδίων και περιορισμών, πρωτίστως των θεσμικών και γραφειοκρατικών, για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων ανακύκλωσης, ανάκτησης και αξιοποίησης υλικών, αλλά και προς την κατεύθυνση παροχής στήριξης και κινήτρων, τόσο για την υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων, όσο και για τη λειτουργία των επιχειρήσεων σε αυτούς τους τομείς.